εμπρεσιονισμός — εμπρεσιονισμός, ο και ιμπρεσιονισμός, ο (λ. γαλλ.), τεχνοτροπία των εικαστικών κυρίως τεχνών, που επιζητεί να αποδίνει τη φευγαλέα στιγμή με ασαφείς γραμμές και αναπαριστάνει όχι το περίγραμμα των πραγμάτων, αλλά αντικειμενικά την άμεση εντύπωση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντυπωτισμός — ο νεώτερος όρος (που δεν επικράτησε) για απόδοση τού αντίστοιχου ξενικού εμπρεσιονισμός* … Dictionary of Greek
ιμπρεσιονισμός — Ζωγραφικό κίνημα, που εμφανίστηκε στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και προέβαλε στους καθιερωμένους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής την αξία του δημιουργικού αυθορμητισμού και των άμεσων εντυπώσεων που προκαλούν τα χρώματα ως… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
Σόφιτσι, Αρντένγκο — (Soffici). Ιταλός ζωγράφος, χαράκτης και συγγραφέας (Ρινιάνο στον Άρνο 1879 Βικτωρία Απουάνα 1964). Παρακολούθησε τα μαθήματα της ελεύθερης σχολής του γυμνού στην Ακαδημία της Φλωρεντίας και αργότερα, 1899 1907 πήγε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή… … Dictionary of Greek
εντυπωτισμός — ο ο εμπρεσιονισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιμπρεσιονισμός — ιμπρεσιονισμός, ο και εμπρεσιονισμός, ο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)